6.2°C

Η´ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

Η´ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
 
Νικόλαος Σικλαφίδης
«Τὸ Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας στὴν ψηφιακὴ ἐποχή»
Ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα η εμφάνιση των υπολογιστών επηρέασε πολύ τον τρόπο σκέψης αλλά και εξαγωγής συμπερασμάτων κατά τη διάρκεια συγγραφής μιας επιστημονικής μελέτης. Αυτό διαπιστώνεται και στον κλάδο της Βυζαντινής Μουσικολογίας, όταν η Nana Schiødt τη δεκαετία του 1970 είχε χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή για μουσικολογική ανάλυση και εύρεση βασικών θέσεων σε ένα δείγμα 35 ύμνων. Έκτοτε, ακολούθησαν αρκετές προσπάθειες αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών με αξιόλογα αποτελέσματα σε διάφορες πτυχές του κλάδου όπως οι παρακάτω: α) προγράμματα συγγραφής βυζαντινής μουσικής, β) προγράμματα αυτόματης μουσικής αναγνώρισης χαρακτήρων, γ) προγράμματα αυτόματης καταγραφής μελωδίας σε βυζαντινή μουσική σημειογραφία, δ) προγράμματα αυτόματης μεταγραφής στο πεντάγραμμο, ε) αποθετήρια και βάσεις δεδομένων. Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιαστεί μια ανάλογη προσπάθεια που αφορά το εκδοτικό έργο του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας (ΙΒΜ) και συγκεκριμένα την ψηφιακή τεκμηρίωση των εκδόσεων. Τα Χριστούγεννα του 2019 έγινε η πρόταση στον ομότιμο καθηγητή και διευθυντή κ. Γρηγόριο Στάθη και μόλις δύο χρόνια μετά βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση της εργασίας. Η βασική λειτουργία του ψηφιακού εργαλείου που υλοποιήσαμε είναι η παράλληλη αναζήτηση όρων και λέξεων σε 38 βιβλία του ΙΒΜ. Επιπρόσθετα θα γίνει αναφορά στη μεθοδολογία που ακολουθήσαμε. Τέλος θα παρουσιαστούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της εφαρμογής καθώς και οι μελλοντικές βελτιώσεις και στόχοι της εργασίας αυτής.
The Institute of Byzantine Musicology in the Digital Age
In the end of the 20th century, the computers greatly influenced the way of thinking and drawing conclusions during the writing of a research. We can see this also in Byzantine Musicology, when Nana Schiødt in the 1970s used the computer for musicological analysis and finding thesis in a corpus of 35 hymns. Since then, there have been several attempts to utilize the new technologies with remarkable results in various aspects such as the following: a) Byzantine music writing programs, b) optical music recognition programs, c) automatic melody recording programs in Byzantine music notation, d) automatic transfer to the stave, e) repositories and databases. In this paper, a similar effort will be presented regarding the publishing work of the Institute of Byzantine Musicology (IBM) and specifically the digital documentation of the publications. At Christmas 2019, the proposal was made to the emeritus professor and director Mr. Grigorios Stathis and just two years later we are at the completion of the work. We implemented a digital tool in which the basic service is the parallel search of terms and words in 38 IBM books. In addition, we will present the methodology we followed. Finally, we will show the advantages and disadvantages of the digital tool as well as the future improvements and goals of this work.
 
Γεώργιος Χατζηθεοδώρου
«Συνοπτικὴ ἀναφορὰ καὶ παρατηρήσεις στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ( ἐπικέντρωση στὶς ἐκδόσεις 1820 - 1836)»
Το 1814 σηματοδοτήθηκε για τον ελληνισμό από δύο σπουδαία γεγονότα. Το ένα - εθνικού χαρακτήρα - ήταν η οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, και το άλλο - πολιτιστικού χαρακτήρα -, η καθιέρωση Νέας Μεθόδου στη γραφή και τη θεωρία της μουσικής της Oρθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Και τα δύο αυτά γεγονότα σίγουρα επηρεάστηκαν βαθειά ως ιδεολογίες και δράσεις από το γενικότερο κλίμα του Διαφωτισμού που επικρατούσε τον καιρό εκείνο σε όλη την Ευρώπη. Αναφορικά με τη Νέα Μέθοδο, η έναρξη της εφαρμογής της τυπογραφίας το 1821, δηλαδή πριν 200 χρόνια από σήμερα - άρα το τωρινό συνέδριο του Ιδρύματος έχει και επετειακό χαρακτήρα-, χαιρετίσθηκε ασμένως, γιατί συνετέλεσε καθοριστικά στη διάδοση του νέου συστήματος και απάλλαξε τον ψαλτικό κόσμο «από το πολύμοχθο - όπως γράφει ο Α. Θάμυρης στον πρόλογο του βιβλίου Εισαγωγή εις το Θεωρητικόν και Πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής - και τέλος αφόρητον εκείνο της μουσικής γράψιμο». Με την καθιέρωση και εφαρμογή της από το 1814, δημιουργήθηκαν νέα εντελώς δεδομένα σε ό,τι αφορά την ευκολία της εκμάθησης, της αντιγραφής και τη δυνατότητα χάραξης τυπογραφικών μουσικών στοιχείων, προκειμένου να αρχίσει η διά του τύπου έκδοση βιβλίων. Με τη νέα αυτή πραγματικότητα και τρακόσια εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας και έξη χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας της σχολής τη Νέας Μεθόδου, - συγκεκριμένα το 1820- κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα έντυπα βιβλία της βυζαντινής μουσικής. Το Αναστασιματάριο και το Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου. Γράφει ο εκδότης τους Πέτρος Εφέσιος ότι, «Ἓν ἀκόμη ἔμενε, τὸ ἀναγκαιότατον εἰς συναπάρτισιν τῆς ἐντελοῦς εὐκολίας τῆς τέχνης ταύτης, ὁ διὰ τύπου δηλονότι πολλαπλασιασμὸς τῶν Μουσικῶν βιβλίων, καὶ ἡ ἐκ τούτου κοινοτέρα ὠφέλεια είς τὸ γένος». Την έκδοση των δύο πρώτων βιβλίων ακολούθησε σωρεία εκδόσεων μέχρι σήμερα, η οποία ως εκ του αριθμού των εντύπων καθώς και η δυνατότητα των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων των ανθρώπων που τις επιχείρησαν μόνο ως άθλος και εποποιία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Αρκεί να πω ότι για την περίοδο 1820 έως και 1999 συγκέντρωσα στους δύο τόμους της Βιβλιογραφίας μου 1716 τίτλους εκδοθέντων αυτοτελώς εντύπων της εκκλησιαστικής μας μουσικής.
Brief report and remarks on the first printed editions of ecclesiastical Byzantine music (focus on editions 1820-1836)
Two major events prevailed in the modern history of Greece born in 1814. The first one was the establishment of the Filiki Eteria, fueled by patriotic elements and demonstrating revolutionary characteristics and principals, while the other one was the establishment of a new system pertinent to byzantine ecclesiastic music notation, including but not limited to theoretical principals and aspects, the so called New Method, mainly guided by cultural elements. Both above, accounted for turning points in the history of our nation, were affected and influenced by the Enlightenment Era principals prevailing in modern Europe. As far as the New Method is concerned, the conception of music notation elements in typography along with mass production and release of publications starting in 1821 onwards, counting out two hundred years ago – therefore this conference could be considered in commemoration thereof – was welcomed warmly since its inception advanced and propelled the rapid spread of the New Method and on the other hand considered and treated as of great achievement turning to advantage the New Method by ascertaining its simplicity in learning. Typography likewise rejected the burden of all hard work related to hand scripts copying, as quoted in preamble of Eisagogi eis to Theoritikon kai Practikon tis Eccliastikis Mousikis by A. Thamiris. The implementation of the New Method developed new prospective in both learning byzantine ecclesiastic music and producing printed copies by fabricating music notation elements which resulted to release printed books in mass production. Three hundred and seventy years ago, in 1820 and nearly six years after the establishment and institution of the New Method, two books were printed and released titled the Anastasimatarion and Doksastarion originally written by Peter Peloponissios. The publisher Peter Manuel Ephessios quoted ‘this form of art was a necessity since printed books of music will multiply therefore increase easily owing to this piece of art consequently our nation will benefit in common out of it’. Following the two first printed books as described above, a vast amount of publications were successfully accomplished and released until nowadays. Given the prevailing circumstances, we understand such efforts and endeavors are deemed epic and of great triumph. In my work titled Bibliography, published and released in two volumes, I have counted and referred to a number of 1716 of byzantine ecclesiastic music printed books between 1820 and 1999.
 
Πέτρος Παπαεμμανουὴλ
«Τὸ ἱστορικοκοινωνικὸ πλαίσιο τῆς Τυπογραφίας τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ»
Με δεδομένο ότι η ελληνική γραφή είναι η πρώτη μετά τη λατινική και τη γερμανική που χαράχθηκε σε κινητά τυπογραφικά στοιχεία, εύλογα γεννάται το ερώτημα γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ (τέσσερις αιώνες) η χάραξη των τυπογραφικών στοιχείων της ψαλτικής τέχνης. Η παρούσα εργασία, λοιπόν, στοχεύει στην ανάδειξη όλων εκείνων των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία της τυπογραφίας της ψαλτικής τέχνης το 1820/1821, ιδωμένες υπό το πρίσμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Συγκεκριμένα, εστιάζει την προσοχή της σε δύο από τα βασικά στηρίγματα του ρεύματος που ήταν, αφενός η τυπογραφία και η εποπτεία των εκδόσεων από τους λόγιους της εποχής και αφετέρου τα κέντρα της Ευρώπης, κυρίως το Παρίσι, από όπου εκπορεύονταν και κατευθύνονταν κάθε πνευματική κίνηση που επηρέαζε την ελληνική διανόηση. Έτσι, η εργασία φιλοδοξεί να εντοπίσει και να παρουσιάσει τις ιδεολογικές αρχές του ρεύματος που επέδρασαν στην κίνηση για τη δημιουργία της τυπογραφίας της ψαλτικής τέχνης, εκ παραλλήλου με την καθιέρωση της Νέας Μεθόδου, μέσα από μία συγκριτική παράθεση των γεγονότων. Τέλος, σκοπός της εργασίας είναι να θέσει κάποιους προβληματισμούς προς περαιτέρω έρευνα. Αυτό επιτυγχάνεται με την παράθεση συγκεκριμένων αποσπασμάτων από τα προλεγόμενα των πρώτων έντυπων εκδόσεων των βιβλίων βυζαντινής μουσικής, αλλά και ορισμένων διατυπώσεων μέσα από το Μέγα Θεωρητικό του Χρυσάνθου.
The historical-social context of the typography of the chanting art in the light of the Modern Greek Enlightenment
Given that the greek script is the first after latin and German to be engraved on movable typographical elements, the question arises as to why the engraving of the typographical elements of the chanting art was delayed so long (four centuries). The present work, therefore, aims at highlighting all those historical and social conditions that created the presuppositions for the creation of the typography of the chanting art in 1820/1821, given in the light of the Modern Greek Enlightenment. Specifically, she focuses her attention on two of the main supports of the current that were, on the one hand, the typography and supervision of the publications by the scholants of the time and on the other hand the centers of Europe, especially Paris, from where every intellectual movement that influenced the Greek intelligentsia emanated and was directed. So, the paper aspires to identify and present the ideological principles of the current that influenced the movement for the creation of the typography of the chanting art, in parallel with the establishment of the New Method, through a comparative juxtaposition of events. Finally, the aim of the paper is to raise some concerns for further research. This is achieved by quoting specific excerpts from the foreshoots of the first printed editions of Byzantine music books, as well as certain formulations through the Great Theoretical of Chrysanthos.
 
Ἐμμανουὴλ Ξυνάδας
«Χορηγοὶ καὶ Συνδρομητὲς ὡς βασικοὶ παράγοντες ἀνάπτυξης τῆς Μουσικῆς Τυπογραφίας – ἡ περίπτωση τῶν ἐκδόσεων τοῦ Βουκουρεστίου (1820)»
Η έννοια της χορηγίας και της συνδρομής είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια και συνδέεται, συνήθως, με την οικονομική αρωγή για την ανάπτυξη κοινωφελούς έργου. Η Μουσική Τυπογραφία αποτέλεσε κοινωφελές έργο, το οποίο συνέβαλε στη διάδοση του Νέου Συστήματος και της Ψαλτική Τέχνης ευρύτερα, η οποία καταστάθηκε «κτήμα των πολλών», μέσω της έντυπης αναπαραγωγής μουσικών εγχειριδίων. Στην εισήγηση παρουσιάζεται και αναλύεται ο θεσμός της χορηγίας, και ειδικότερα της πολιτιστικής χορηγίας, σε σχέση με τη μουσική τυπογραφία και την αναπαραγωγή μουσικών εντύπων, καθώς και ο ρόλος των χορηγών - συνδρομητών στην προώθηση και διάδοσή τους. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στους τρόπους προσέγγισης χορηγών – συνδρομητών, στα κίνητρα που τους οδηγούσαν στην υποστήριξη αντίστοιχων προσπαθειών και στα οφέλη που αυτοί απολάμβαναν. Το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζεται στις δύο πρώτες εκδόσεις βιβλίων βυζαντινής μουσικής, που κυκλοφόρησαν στο Βουκουρέστι το έτος 1820. Επ’ αυτών γίνεται αναφορά στο εκτιμώμενο κόστος και στους τρόπους κάλυψής του. Διερευνάται ο ρόλος των χορηγών - συνδρομητών, τα κίνητρά τους και το μέτρο της οικονομικής συνδρομής για την περαίωση των εκδόσεων. Προκειμένου, να γίνουν γνωστά στοιχεία των χορηγών συνδρομητών, αυτοί παρουσιάζονται κατά ομάδες ανάλογα με το μέγεθος της συνδρομής τους, την προέλευσή τους, την ιδιότητα και τον τόπο καταγωγής τους. Σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι να εξετάσει την οικονομική συνδρομή για την ανάπτυξη της μουσικής τυπογραφίας υπό το πρίσμα του θεσμού της πολιτιστικής χορηγίας και να εξάρει τη συμβολή των χορηγών - συνδρομητών στην αναπαραγωγή μουσικών εντύπων, ως βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη της μουσικής τυπογραφίας. Επιπλέον, να παρουσιάσει στοιχεία που σχετίζονται με την ταυτότητα, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση χορηγών - συνδρομητών που σχετίζονται με τις πρώτες εκδόσεις βιβλίων βυζαντινής μουσικής, την ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων κ.ά. Τέλος, να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο η ανάπτυξη της μουσικής τυπογραφίας και η κυκλοφορία των πρώτων εκδόσεων συνέβαλε στη διάδοση του Νέου Συστήματος Βυζαντινής Σημειογραφίας και της Ψαλτικής Παράδοσης της Ανατολής στο ευρύτερο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Sponsors and Subscribers as a Key Factor in the Development of Music Typography - The Case of the Bucharest Publications (1820)
The notion of sponsorship and subscription it is known since the ancient times and it is usually connected to the financial assistance for the development of a public benefit project. In this aspect Music Typography was a public benefit project, which contributed to the spread of the New Method and the Psaltic Art, which from then onwards became known to many people due to the printed reproduction of books which included Byzantine music notation. This paper presents and analyzes the institution of sponsorship, and particularly the cultural sponsorship, in relation to the music typography and the reproduction of music publications, as well as the role of sponsors - subscribers in the promotion and dissemination of the published books. In addition, reference is made to the sponsor’s motives in supporting the printing of these publications as well as the benefits and privileges they enjoyed being involved in this process. Furthermore, the study refers to the first two editions of Byzantine music books that were published in Bucharest in 1820. The estimated cost for the books' publication will be discussed alongside with the financial resources that covered the expenses. In this context, certain important information about the economic and social status of the sponsors of the first Byzantine music editions in 1820 will be presented, as well as their motivation and the amounts spent for these two publications. Aiming at presenting information relevant to the sponsors-subscribers, the latter have been grouped in accordance to the amount of money given for their subscription, their place of origin, their descent and their profession. Moreover the aim of the present study is to examine the significance of the financial contribution in the development of music printing in the light of the cultural sponsorship and even more to highlight the significance of the contribution of sponsors - subscribers in the reproduction of music publications, as a key factor in the development of music printing. Finally the paper explains how the development of music typography and more specifically the publication of the first music books, contributed to the spreading of the "New Method of Analytical Notation" in the areas of the Ottoman Empire where Christian Orthodox people had been settled.
 
Γεώργιος Σάββας
«Μιὰ ἐπισκόπηση αἰσθητικῆς στὰ ἔντυπα καὶ χειρόγραφα ἑλληνοφώνου ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς: ἀπὸ τὸ Θεωρητικὸ τοῦ Χρυσάνθου ἕως σήμερα»
Η αισθητική αναζήτηση και κατάθεση είναι άμεσα συνυφασμένη στην χειρόγραφη παράδοση των μουσικών κωδίκων με την νευματική σημειογραφία. Τούτη η φροντίδα για το μελάνι και τις πέννες, τα επί χάρτου σχήματα και χαρακτήρες, αλλά και τα ποικίλα κοσμήματα, έκφραση της ευαισθησίας του κάθε λιγότερο ή περισσότερο καλλιγράφου γραφέως, έδωσαν την θέση τους (και) ως πρότυπα και προτάσεις αισθητικής στο πιεστήριο, την στοιχειοθεσία, τις φωτογραφικές διαφάνειες, την λιθογραφία σε μεταλλικά φύλλα (όφφσετ) και πια στα λογισμικά υπολογιστών με απεριορίστων δυνατοτήτων γραμματοσειρές. Με αφορμή τα παραπάνω, επιχειρούμε μια μη εξαντλητική επισκόπηση εντύπων βιβλίων, αλλά και συγχρόνων χειρογράφων εκκλησιαστικής μουσικής, από τις αρχές του ιθ' αιώνος έως σήμερα με στόχο κρίση αισθητική, παραλληλίες και συνολοποιήσεις. Ἰωάννης Χαβιαρλῆς «Ἀπὸ τοὺς χειρόγραφους μουσικοὺς κώδικες στὸ ἔντυπο βιβλίο: Ἀπόστολος Κώνστας ὁ Χῖος» Αναμφισβήτητα «ο διά τύπου πολλαπλασιασμός των Μουσικών βιβλίων και η εκ τούτου κοινοτέρα ωφέλεια εις το γένος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πέτρος Εφέσιος στον πρόλογο του πρώτου έντυπου Αναστασιματαρίου, που τυπώθηκε με την φροντίδα του, το έτος 1820 μ.Χ. υπήρξε μία άνευ προηγουμένου τομή στην σύνολη ιστορική διαδρομή της Ψαλτικής Τέχνης. Μέχρι αυτή τη στιγμή το έργο της αναπαραγωγής των μουσικών βιβλίων προς χρήση των σπουδαζόντων την καλή αυτή Τέχνη αλλά και των διακόνων του ιερού αναλογίου, αποτελούσε τροχοπέδη και ερχόταν να προστεθεί στις ήδη δύσκολες κρατούσες συνθήκες στην εκμάθηση αλλά και την εκτέλεσή της. Το πέρασμα από την Παλαιά στη Νέα Μέθοδο έχει ουσιαστικά συντελεσθεί προ ολίγων ετών από τους Τρεις Διδασκάλους ενώ το Μέγα Θεωρητικό δεν έχει δει ακόμη το φως της δημοσιότητας αφού αυτό θα συμβεί δώδεκα χρόνια αργότερα στην Τεργέστη. Οι ανάγκες για χρήση περισσότερων βιβλίων είναι επιτακτικές αφού ο αριθμός εκείνων που επιθυμούν να μυηθούν στη Θεία Τέχνη του Δαμασκηνού ολοένα αυξάνει. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η είδηση της πρώτης έντυπης έκδοσης μουσικού βιβλίου Ψαλτικής θα πρέπει να προκάλεσε αισθήματα χαράς και ανακούφισης στους ειδήμονες. Μία τέτοια εξέλιξη όμως συνετέλεσε στο να περιπέσει στην αφάνεια το έργο ενός ανθρώπου που είχε εξολοκλήρου αφιερωθεί στην Τέχνη. Πρόκειται για τον Απόστολο Κώνστα τον Χίο, του οποίου το έργο έρχεται στο φως μέχρι σήμερα χάρη στη μουσικολογική έρευνα και μπορούμε να μιλάμε για τον «τέταρτο των τριών» της Επιτροπής. Αμέτρητες σελίδες χειρόγραφων κωδίκων που φέρουν το όνομά του με εκλεπτυσμένα σχέδια (πουλιά, γέφυρες κ.α.), λεπτεπίλεπτα στοιχεία και καλλιγραφικούς χαρακτήρες μαρτυρούν μια προσωπικότητα που αδικήθηκε από την ιστορία. Η καλαισθησία του Αποστόλου και η αντίληψή του για την υψηλή αισθητική ενός μουσικού κειμένου συνιστούν μια πτυχή του όλου θέματος που απασχολεί την τυπογραφία της Ψαλτικής ακόμη και στη σημερινή εποχή των ψηφιακών μέσων.
From the musical manuscript notations to the printed book. Apostle Konstas of Chios
Undoubtedly, “the proliferation of Musical books and therefore its collective benefit for the genus”, as specifically mentioned by Peter of Ephesus in his introduction of the first published document of Anastasimatarion, whose printing was done under his care in 1820 AD, was an unprecedented breakthrough in the overall historical pathway of the Psaltic Art. By that time, the work of reproduction of musical books for the use of those studying this noble Art, as well as the deacons of the holly lectern, was hindered and added into the difficult conditions of learning and performing it. The transition from the Old to the New Method has ultimately been achieved a few years before by the Three Teachers while the Great Theoreticon has not yet been published since this was bound to happen twelve years later in Trieste. The need of using more books is crucial as the number or those willing to initiate in the Holly Art of Damascenus is increasing. All the above lead us to the conclusion that the news of the first printed publication of a Psaltic music book must have caused feelings of happiness and relief to the connoisseurs. Such a progress, however, brought about the fact that the work of a man who was totally committed to the Art fell into obscurity. It is about Apostle Konstas of Chios, whose work comes to light till today thanks to the musicological research and thus we can talk about “the fourth of the three” of the Committee. Innumerable pages of manuscript notation codes that bear his name with refined patterns (birds, bridges etc.), delicate elements and calligraphic characters bear testament of a personality that has been disadvantaged by history. The Apostle’s esthetic quality and his perception of the high esthetics of a musical text consist an aspect of the whole issue that concerns the typography of the Psaltic Art even in our era of digital media.
 
Ἐμμανουὴλ Γιαννόπουλος
«Ἀπὸ τὴν χειρόγραφη στὴν ἔντυπη Ψαλτική. Παρατηρήσεις στὴν τυπογραφικὴ ἀποτύπωση τῶν ἐξηγήσεων τοῦ Πρωτοψάλτου Γρηγορίου καὶ τοῦ Χαρτοφύλακος Γεωργίου Χουρμουζίου»
Η αποτύπωση των εξηγήσεων των δύο βασικών εξηγητών των ψαλτικών μελών στα πρώτα έντυπα βιβλία του ΙΘ΄ αιώνος παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πτυχές οι οποίες δεν έχουν καταγραφεί αναλυτικά ή και αγνοούνται από τον σύγχρονο ψαλτικό και επιστημονικό προβληματισμό. Στην παρούσα εισήγηση επισημαίνονται και καταγράφονται τέτοιες ενδεικτικές περιπτώσεις και διερευνάται κατά το δυνατόν η πορεία από το χειρόγραφο στην τυπογραφική του έκδοση. Μιχαὴλ Στρουμπάκης «Ἀπὸ τὸ ἔντυπο στὸ χειρόγραφο. Ἡ περίπτωση τοῦ χφ. Βιβλ. Χίου ΜΒ 8 Ἀντωνίου Μαλλέα» Στὰ τέλη τοῦ ιθ΄ αἰῶνα καὶ ἀρχὲς τοῦ κ΄, κι ἐνῶ ἡ μουσικὴ τυπογραφία μετρᾶ πληθώρα ἐκδόσεων βυζαντινῆς μουσικῆς, ὁ Ἀντώνιος Μαλλέας, ἕνας Χιώτης μουσικός, ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο τῆς χειρόγραφης παράδοσης. Ἱκανὸς καλλιγράφος καὶ ἐπιδέξιος βιβλιοδέτης, γράφει μουσικὰ μέλη, τὰ ὁποῖα ἀργότερα συσταχώνει σὲ καλαίσθητους τόμους. Ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ δὲ φαίνεται ἐξ ἀρχῆς πρωτότυπη. Ἡ ἀναλυτική, ὡστόσο, ἐξέταση τῶν χειρογράφων του ἀποκαλύπτει τὴν ὑποκρυπτόμενη πρωτοτυπία τῆς δραστηριότητάς του. Ὅλα τὰ ἐντοπισθέντα χειρόγραφά του βασίζονται σὲ ἔντυπα. Μὲ ἀφετηρία τὸ χφ Δοξαστάριο Βιβλ. Χίου ΜΒ 8 ἐξετάζεται ἡ δραστηριότητα αὐτή, κατά τὴν ὁποία ἀποτυπώνεται ἡ ἀντίστροφη κίνηση, ὅπου τὸ χειρόγραφο βασίζεται στὸ ἔντυπο. Πέρα ἀπὸ τὰ ὅποια μουσικολογικὰ συμφραζόμενα (συνθετικὲς ἐπιλογὲς καὶ ὑφολογικὲς προσμείξεις), ἀναδύονται καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ σκιαγραφοῦν τὴ διαλεκτικὴ σχέση μεταξὺ ἐντύπου καὶ χειρογράφου καὶ δικαιολογοῦν τὴν κατὰ περίπτωση ἐπιλογὴ τῶν ψαλτῶν γιὰ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο πηγαῖο μουσικὸ ὑλικό. Τὸ ἔργο τοῦ Ἀντωνίου Μαλλέα, πρωτοπόρου τῆς ἐποχῆς του, προεικονίζει τὶς μετέπειτα ψηφιακὲς συλλογὲς τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, στὶς ὁποῖες ἐντάσσονται μέλη μέχρι πρότινος ἀνέκδοτα ἢ προερχόμενα ἀπὸ διάφορα ἔντυπα.
 
Νικόλαος Ταπραντζῆς
«Ἀπὸ τὸ ἔντυπο στὸ χειρόγραφο· μιὰ διαρκὴς ἀλληλεπίδραση: ἡ περίπτωση τοῦ ὕμνου Ἄξιόν ἐστιν στοὺς χειρόγραφους κώδικες τοῦ Ἁγίου Ὄρους»
Η μελοποιητική παράδοση του θεομητορικού ύμνου στο Άγιο Όρος – και όχι μόν είναι μακραίωνη και συνεχής· το εν λόγω αξίωμα εκπορεύεται από την αναζήτηση και έρευνα της εμφάνισης του μεγαλυναρίου στους αμιγείς μουσικούς καταλόγους χειρογράφων, οι οποίοι θησαυρίζονται στις βιβλιοθήκες των ιερών μονών της Αθωνικής πολιτείας. Η εμφάνιση της τυπογραφίας από το α΄ πέμπτο του ΙΘ΄ αι. κ.ε., καθώς και η νέα μέθοδος δεν σταμάτησαν την συγγραφή χχφ. κωδίκων· αντιθέτως, την εμπλούτισαν και ανανέωσαν. Ειδικότερα, στην περίπτωση του ύμνου «Ἄξιόν ἐστιν» έπειτα από ενδελεχή έρευνα - πηγή της οποίας απετέλεσε η τετράτομη σειρά – πόνημα του κ. Γρ. Θ. Στάθη, Τὰ χειρόγραφα βυζαντινῆς μουσικῆς - Ἅγιον Ὄρος - εντοπίστηκαν για τούς Ιθ΄ και Κ΄ αι. πλέον των εκατό συνθέσεις, πρωτότυπες και μετεγγραμμένες εκ των εντύπων. Η πληθώρα των συνθέσεων κατά τους αιώνες αυτούς δεν αποτελεί ένα τυχαίο φαινόμενο· αντιθέτως, αποδίδεται στην λειτουργία, δομή και ευκολία χρήσης της νέας μεθόδου μέσω των κανόνων της και στη δυνατότητα που παρείχε η εφεύρεση της μουσικής τυπογραφίας. Μέχρι και εκείνη την περίοδο –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- η σύνθεση απαντάται σε ήχο β΄ ή πλ. β΄. Λόγω της συνθήκης αυτής η διεύρυνση της σύνθεσης του ύμνου βρίσκει πρόσφορο έδαφος για νέες συνθέσεις και μελοποιήματα. Κατακλείοντας, θα πραγματοποιηθεί, δειγματοληπτικά, μορφολογική προσέγγιση σε μία εκ των ευρεθεισών συνθέσεων.
 
Δημήτριος Λάσκος
«“Οὐκ ἐν γνώσει, οὐδ’ ἐξ ἀμελείας”. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀρχαίου καὶ σεμνοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους στὶς πολλαπλὲς ἐκδόσεις τοῦ Ἀναστασιματαρίου»
Από την εμφάνιση της μουσικής τυπογραφίας και καθ’ όλη τη διάρκεια του ιθ’ αι, παρουσιάστηκαν πολλές σε πλήθος, πέραν του συνηθισμένου ή του αναμενόμενου, εκδόσεις του βιβλίου του Αναστασιματαρίου. Με δεδομένο ότι ως πηγή και βάση των περισσοτέρων από αυτές τις εκδόσεις λαμβάνεται το μέλος του Αναστασιματαρίου των διδασκάλων του ιη’ αι. και κυρίως αυτό του Πέτρου Πελοποννησίου, επιχειρείται αρχικώς μια συνοπτική ιστορική εκδοτική αναδρομή του βιβλίου από την πρώτη έκδοση του Πέτρου Εφεσίου στα 1820 μέχρι την έκδοση του Νικολάου Σμύρνης στα 1899. Το κύριο αντικείμενο της ανακοίνωσης είναι η ανάδειξη των λόγων που έβαλαν τις πάμπολλες αυτές επανεκδόσεις του βιβλίου μέσα στο πολύ σύντομο χρονικό διάστημα των περίπου 80 χρόνων. Επ’ αυτού, είναι πολύ διαφωτιστικές και ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που οι ίδιοι οι μελοποιοί ή διασκευαστές, οι επιμελητές και επιστάτες αυτών των εκδόσεων μας διασώζουν, μέσα από τα εισαγωγικά κείμενα και τα προλογικά σημειώματα που -σχεδόν πάντα- συνοδεύουν παρόμοια εκδοτικά εγχειρήματα. Ακροθιγώς, γίνεται επίσης λόγος για ζητήματα ερμηνείας και ύφους του εκδεδομένου μέλους και θίγονται θέματα σχετικά με τη σημειογραφία, με ιδιαίτερη έμφαση στην ορθή εξήγηση του παραδεδομένου μέλους στη Νέα Μέθοδο αναλυτικής σημειογραφίας και σε άμεση σχέση με την γνώση της παλαιάς γραφής και στα προβλήματα που συν τω χρόνω επέτρεψαν ξένες προσμείξεις σε αυτό το μέλος. Συν τούτοις και μέσα από τα εν λόγω κείμενα φανερώνεται η εύλογη και έντονη ανησυχία των πρωτεργατών αυτών των εκδόσεων για την αλλοίωση που υπέστη το μουσικό περιεχόμενο του βιβλίου κατά την συνεχή πορεία των εκδόσεων και η μέριμνά τους για τη διαφύλαξη του πατροπαραδότου κάλλους, του εκκλησιαστικού, σεμνού και αυστηρού μέλους του Αναστασιματαρίου.
Seeking the ancient and austere ecclesiastical chant in the multiple editions of Anastasimatarion
From the advent of music typography and throughout its history, there were too many, in addition to the usual or expected, publications of the book of Anastasimatarion. Given that the source and basis for the most of these publications is the chant of the Anastasimatarion composed in the 18th c. and especially the chant of Petros Peloponnisios, a brief historical publishing review of the book is required, from the first edition of Petros of Ephesus in 1820 to the publication of Nikolaos of Smyrne in 1899, in order to learn the multiple different publications of the book during the 19th c., and especially from 1814 onwards. Yet, the main object is to highlight the reasons that imposed the many reprints of the book in a very short period of about 80 years. In this regard, very enlightening and interesting are the information that these composers and editors are providing us, through the introductory texts and the introductory notes that -almost always- accompany similar publishing projects. In addition, issues of interpretation and style of the noted chant are discussed and, also, issues related to music notation used are raised, with particular emphasis on the correct exigisis -“ἐξήγησις»- of the chant of 18th c. in the New Method of analytical musical notation and in direct relation to the knowledge of the ancient musical writing and the problems that over time have allowed foreign impurities in it. These texts -Introductions and Prologues - also show us the reasonable and strong concern of the editors and protagonists of these editions for the alteration the musical content of the book suffered during the continuous publications, and their care for the use and preservation of the traditional and austere chant of ecclesiastical music.
 
Nicolae Gheorghița
«Byzantine Chant Printings and their musical network in the Romanian Principalities, the Balkans and Constantinople during the first half of the nineteenth century»
The printing in Bucharest, in 1820, of the first collections of Byzantine music in the world marks a major turning point in the spread and promotion of the monodic repertoire of the former Byzantine Church throughout the area of the Orthodox world from the Balkans. Published initially in Greek and later in Romanian and Slavonic, all these ecclesiastical, and even non-ecclesiastical repertoires will create a network that will extend to Constantinople and Vienna, as well as to other Hellenic centres in the Balkans, in Central and Eastern Europe, and even in Italy (Venice, Trieste, etc.). The present study examines the mechanisms by which these monodic music collections are financed, printed and distributed, identifying individuals, groups of people or the institutions that govern and manage these musical productions, as well as the target groups to which they are addressed. The case study focuses, in particular, on the Romanian Principalities in relation to Constantinople, in the first half of the nineteenth century.
 
Σπυρίδων Πλούμπης
«Ἀπὸ τὴν προφορικότητα στὴν ἔντυπη καταγραφή: ἡ ἀποτύπωση τοῦ ὕφους τοῦ Χαριλάου Ταλιαδώρου στὸ Στιχηραρικὸ Γένος»
Με εργαλείο τη νέα μέθοδο σημειογραφίας, πολλά από τα έντυπα παραδίδουν καταγεγραμμένο τον προσωπικό τρόπο του ψάλλειν ενός γραφέα ή εκδότη. Από την άλλη πλευρά, η χρήση των καταλλήλων μεθοδολογικών εργαλείων δύναται να μας οδηγήσει σε μια ακριβή καταγραφή της προφορικότητας. Η συνδυαστική μελέτη του εντύπου με τις καταγραφές δίνει πλέον την δυνατότητα της ανίχνευσης υφολογικών στοιχείων, με σκοπό τη μελέτη συγκεκριμένων ψαλτικών σχολών, ενώ σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργεί μια σχεδόν ακριβή αντιστοιχία του παραδοθέντος στο έντυπο με την προφορική παράδοση του ερμηνευτή. Η έρευνα – με τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία - για την διάκριση των γνωρισμάτων της ψαλτικής του Ταλιαδώρου φανέρωσε πλείστα από τα επιμέρους στοιχεία που διέπουν την συγκεκριμένη ψαλτική σχολή, ιδιαίτερα στο στιχηραρικό γένος, το οποίο στη σύγχρονη ψαλτική πραγματικότητα διακρίνεται για την απουσία του έντονου στοιχείου του αυτοσχεδιασμού, τόσο στην προφορική όσο και στην έντυπη μορφή του. Μέσα από την κατηγοριοποίηση των αναγνωριστικών στοιχείων του ύφους, καθίσταται δυνατή η αναζήτηση τους στις έντυπες παραδόσεις, η σύγκριση και η κατανόησή τους. Η έρευνα αυτή, αποκαλύπτει τα σημεία εκείνα στα οποία ο Ταλιαδώρος καταφέρνει με εργαλείο την σημειογραφία να παραδώσει πτυχές της προφορικότητάς του σε έντυπη μορφή, αποτυπώνοντας ουσιαστικά το ύφος του. Η εισήγηση αυτή έχει ως σκοπό την εισαγωγή στην αξιοποίηση του πλούσιου έντυπου υλικού, κατά την οποία με γνώμονα την καταγεγραμμένη πλέον ακουστική παράδοση, γίνεται πιο εύκολα η αναγνώριση υφολογικών στοιχείων, η ερμηνεία, η εκτέλεση και η διδακτική τους προσέγγιση.
From the oral to the printed record:The imprint of Charilaos Taliadoros' style on the sticheraric genre
Using the New Method of notation as a tool, many of the forms deliver a record of a scribe's or editor's personal way of singing. On the other hand, the use of appropriate methodological tools can lead us to an accurate record of orality. The combined study of the form with the recordings now makes it possible to detect stylistic elements in order to study specific chant styles, and on a practical level, it creates an almost exact correspondence between what is delivered in the form and the performer's oral tradition. The research - with the appropriate methodological tools - to distinguish the features of the way that Taliadoros used to chant revealed many of the individual elements that govern the specific chant style, especially in the sticheraric genre, which in contemporary chant reality is distinguished by the absence of the strong element of improvisation, both in its oral and printed form. Through the categorization of the identifying elements of the style, it becomes possible to search for them in the printed traditions, to compare and understand them. This research reveals those points in which Taliadoros manages, with the tool of the notation, to deliver aspects of his orality in printed form, essentially capturing his style. The purpose of this introduction is to provide an introduction to the use of the rich printed material, in which, based on the now recorded acoustic tradition, it is easier to identify stylistic elements, interpret, perform and approach them didactically.
 
Κωνσταντῖνος Σιάχος
«Οἱ ὀρθογραφικοὶ τύποι τῶν σημείων ποιότητας στὰ τρία πρῶτα ἔντυπα βιβλία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης: Ἦχοι πρῶτος καὶ πλάγιος τοῦ πρώτου»
Oι ορθογραφικοί τύποι των σημείων ποιότητας, στις “θέσεις” του αργοσυντόμου στιχηραρικού είδους μελοποιίας, για τους ήχους Πρώτο και Πλάγιο του Πρώτου της εκκλησιαστικής μουσικής, όπως αυτοί κωδικοποιήθηκαν και διαδόθηκαν με τις ιστορικές εκδόσεις των τριών πρώτων έντυπων βιβλίων, δηλαδή το Αναστασιματάριο και το Δοξαστάριο της έκδοσης του Βουκουρεστίου στα 1820 και τα “Δοξαστικά” της έκδοσης των Παρισίων στα 1821. Οι “θέσεις” του ψηφιστού, του αντικενώματος, της βαρείας, του ομαλού, του συνδέσμου, αλλά και της πεταστής στους σχηματιζόμενους ορθογραφικούς τύπους των πρώτων εντύπων της Νέας Μεθόδου και οι διαφοροποιήσεις τους, μέσα από μια κωδικοποιημένη συνοπτική παρουσίαση των μουσικών φράσεων.
 
Maria Alexandru
«Βυζαντινὴ Καλοφωνία, ἀπὸ τὰ χειρόγραφα στὰ ἔντυπα καὶ τὰ ἠλεκτρονικὰ μέσα»
Η εποχή της βυζαντινής Καλοφωνίας κληροδότησε στην Ψαλτική Τέχνη ένα τεράστιο corpus λειτουργικής μουσικής ύψιστης καλλιτεχνικής αξίας. Από την παρακαταθήκη αυτή λίγα είναι τα κομμάτια που βρήκαν την εισαγωγή τους στις μέχρι τώρα έντυπες εκδόσεις. Η παρούσα εισήγηση ανιχνεύει τη διάδοση καλοφωνικών μαθημάτων, με έμφαση στα έργα του Αγίου Ιωάννου του Κουκουζέλη, στη χειρόγραφη και έντυπη παραγωγή, καθώς και σε νεότερες ηλεκτρονικές εκδόσεις. Προτείνει μια ταξινόμηση εκδόσεων σύμφωνα με τη μεθοδολογία και τους σκοπούς τους. Επικεντρώνεται στο θέμα κριτικών εκδόσεων για έργα καλοφωνικά, έχοντας ως παράδειγμα τους δύο αναγραμματισμούς του προαναφερθέντος μαΐστορα, με το ίδιο αρκτικό Ἀδάμ ἀνανεοῦται, από το Μαθηματάριο Ζακύνθου 7 και την εξήγηση του Χουρμουζίου (ΜΠΤ 729), καθώς και από άλλα χειρόγραφα. Στην παρουσίαση θα συμμετάσχει η Ομάδα Παλαιογραφίας Βυζαντινής Μουσικής του ΤΜΣ του ΑΠΘ «Χρυσορρήμων».
 
Σέβη Μαζέρα
«Ἡ ἀνθολόγηση τῆς Τιμιωτέρας στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ 19ου αἰώνα»
H παρούσα εργασία επιχειρεί να παρουσιάσει την θέση που έχει η Τιμιωτέρα στις πρώτες εκδόσεις του 19ου αιώνα. Μέσα από μία σύντομη διαχρονική θεώρηση των ανθολογούμενων στις χειρόγραφες Παπαδικές - Ανθολογίες μελοποιήσεων της θα επισημανθούν η θέση της Τιμιωτέρας στον Όρθρο του μοναστικού τυπικού, η στιχολόγηση της, οι καλοφωνικές μελοποιήσεις της και η μελοποιητική εξέλιξη της σε συντομότερες φόρμες. Αυτές οι συνιστώσες οδήγησαν στην επιλογή κάποιων από αυτών για εξήγηση στην νέα αναλυτική μουσική σημειογραφία και ακολούθως για να περάσουν σε τυπογραφική έκδοση στις πρώτες μουσικές εκδόσεις του 19ου αιώνα.
The presence of Timiotera at the musical editions of 19th century.
The present paper attempts to present the results of the research of the Timiotera at the musical editions of the 19th century. Its musical evolution through a short view of Timiotera’s musical itinerary from the earliest compositions of the byzantine and post byzantine times to those of the 19th century will be presented. Elements such as the different placement of Timiotera to Matin‘s musical manuscripts, the change of Timiotera’s accompanied verses and mostly the musical settings from the kalophonic ones to the shorter versions are the main causes for choosing only some of them to pass through the explanation of the new analytical notation and to their presence in the earlier editions of the 19th century.
 
Βασίλειος Βασιλείου
«Μέλη τοῦ Στιχηραρίου στὴν ἔντυπη παράδοση τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης»
Ἡ ἀνακοίνωση ἀφορᾶ στὴ διερεύνηση τῆς καταγραφῆς στὴ μουσικὴ τυπογραφία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης τῶν διαφόρων μελοποίησεων τοῦ μέλους τοῦ Στιχηραρίου. Εἰδικώτερα παρουσιάζονται οἱ ὑποκατηγορίες μελοποιήσεων στὸν σύντομο, μέσο καὶ ἀργὸ δρόμο μελοποιΐας μὲ παράθεση χαρακτηριστικῶν παραδειγμάτων. Γενικὴ στόχευση ἡ φανέρωση τοῦ συγκεκριμένου μέλους μέσα ἀπὸ τὴν ἔντυπη παράδοση τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης.
 
Πολύκαρπος Τύμπας
«Ὁ Πέτρος Μπερεκέτης στὶς ἔντυπες μουσικὲς ἐκδόσεις»
Ο Πέτρος Μπερεκέτης αποτελεί εξέχουσα μορφή για τη μεταβυζαντινή ψαλτική τέχνη, καθώς το έργο του αποστάζει όλη την μέχρι την αυγή του ιη΄ αιώνα μελοποιητική παράδοση, αποτελώντας ταυτόχρονα την αισθητική και υφολογική κρηπίδα της νεώτερης ψαλτικής. Σκοπός της εισήγησης είναι η κριτική παρουσίαση της ανθολόγησης ποιημάτων του μελουργού στις έντυπες μουσικές εκδόσεις, είτε ως μεμονωμένων συνθέσεων, είτε ως ανά είδος ενοτήτων. Σχολιάζονται τα κριτήρια επιλογής αντιπροσωπευτικών μελών για συμπερίληψη στα ψαλτικά βιβλία, ενώ καταδεικνύονται και παρανοήσεις που αφορούν στην πατρότητα ορισμένων συνθέσεων, όπως αυτές προκύπτουν από την ιστορική σύγχυση των Τριών Πέτρων (Μπερεκέτη, Πελοποννησίου και Βυζαντίου) στις διάφορες παλαιόθεν αναγραφές. Τέλος, υπογραμμίζεται και η αξία της μοναδικής άχρι καιρού έντυπης, συγκεντρωτικής έκδοσης των Απάντων του Πέτρου Μπερεκέτη από τον Χαράλαμπο Καρακατσάνη.
Petros Bereketes in printed music publications
Petros Bereketes (late 17th- early 18th c.) is a composer of great importance for post-byzantine psaltic art. His stunning works reflect a unique way of combining the “classic” tradition of all previous great composers, with a new expressive and extrovert style that propelled music in the 18th century, clearly echoeing in present day’s psaltic art. Although the full volume of his works had been widely accepted and treasured in numerous manuscripts, very few of his compositions were chosen to be included in modern, printed publications. Some of these have even been attributed to other composers by false indications of paternity derived from the historical confusion of three synonymous composers P. Bereketes, P. Peloponnesios and P. Byzantios. We should therefore examine the reasons for these particular choices of various publishers and clarify their historical consequences. It should also be noted that, until recently, there was not any complete printed rendition of Bereketes’ musical Corpus, so the publication of his “Apanta” by Charalampos Karakatsanis should be underlined as a contribution of great significance.
 
Ἰωάννης Λιάκος
«Ἡ καταγραφὴ τῶν Ἤχων μὲ ἀραβοπερσικὴ ὁρολογία στὰ ἔντυπα μουσικὰ βιβλία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης»
Η σημειογραφική μεταρρύθμιση του 1814 απετέλεσε ίσως, το πιο σπουδαίο γεγονός για την Ψαλτική Τέχνη αναφορικά με την διάσωση και διάδοσή της. Το δεύτερο σπουδαίο γεγονός με το οποίο συμπληρώθηκε η ευεργεσία ήταν, η έντυπη έκδοση των συνθέσεων. Μέσα από τις πολλές εκδόσεις που ακολούθησαν από το 1820 και μέχρι τις μέρες μας, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την εξέλιξη στην αποτύπωση της μουσικής δημιουργίας. Είτε σε επίπεδο αισθητικής των σημαδίων, είτε συνθέσεων που αναπαράγονται, είτε σε ορολογία η οποία χρησιμοποιείται σχετικά με τους ήχους και τους ρυθμούς. Σκοπός της εισηγήσεως είναι παρουσιαστούν τα έντυπα βιβλία που διασώζουν την καταγραφή των ήχων των μελωδιών με Αραβοπερσική ορολογία. Να διαπιστωθούν τα διάφορα makam τα οποία εισήχθησαν ως ηχητική αισθητική στα έντυπα βιβλία και επομένως και στην έκφραση της Ψαλτικής στην λατρεία, και να σημειωθεί η χρονική περίοδος κατά την οποία εκδόθηκαν, δίνοντάς μας έτσι μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της Ψαλτικής εξέλιξης μέσα από τα έντυπα βιβλία η οποία σημειώθηκε κυρίως στα μέσα του ιθ΄ αιώνα.
 
Μιλτιάδης Παππᾶς
«Ἡ Μουσικὴ Τυπογραφία στὶς ἐκδόσεις Ἐξωτερικῆς Μουσικῆς»
Η εφεύρεση της τυπογραφίας για την ελληνική εκκλησιαστική μουσική, ανέτειλε στις αρχές του ιθ΄ αιώνα, στο πνεύμα της επίδρασης και επιρροής του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ως γνωστόν, το 1820 στο Βουκουρέστι τυπώθηκε η πρώτη μουσική έκδοση εντύπου εκκλησιαστικής μουσικής από τον Πέτρο Εφέσιο. Ακολούθως, τέσσερα χρόνια μετά, το 1824, τυπώθηκε το πρώτο μουσικό βιβλίο στην Κωνσταντινούπολη από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Η έκδοση του β΄ τόμου του μνημειώδους έργου του Γ. Χατζηθεοδώρου (Η βιβλιογραφία της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Περίοδος Β΄ 1900-1999, Νεάπολη Κρήτης 2018), συμπλήρωσε όλα τα ελλείποντα στοιχεία, ώστε να σχηματιστεί πληρέστερη εικόνα για τον χρόνο, τον τόπο έκδοσης, τους τυπογράφους, επιμελητές, χορηγούς, χαράκτες και γενικά το πλήθος των εμπλεκομένων στα συνολικά 2000 περίπου τυπωθέντα έντυπα μέχρι τα τέλη του κ΄ αιώνα. Λιθοτυπία, χαλκοτυπία, πολύγραφοι και άλλα πολλά αποτελούν μέρη των τεχνικών και ειδικών τυπογραφικών μέσων διά των οποίων, η εκκλησιαστική μουσική διαδόθηκε σε έντυπη μορφή. Σχετικά με την τυπογραφία της εκκλησιαστικής μουσικής υπάρχει σχετική βιβλιογραφία, εκπονείται και σχετική διδακτορική διατριβή, επειδή όμως η εξωτερική μουσική περιορίζεται σε 14 μόλις έντυπα, δεν πραγματοποιήθηκε σχετική μελέτη επ’ αυτής. Η εισήγηση αυτή, εξετάζει όλα τα σχετικά στοιχεία των εκδόσεων αυτών της εξωτερικής μουσικής, φέρνοντας στο φως άγνωστες πληροφορίες σχετικά με τα των εκδόσεων, όπως εξελίχθηκαν στο διάβα του χρόνου, από τη χειρόγραφη μορφή, μέχρι το 1909 ημερομηνία έκδοσης του τελευταίου εντύπου του είδους.
 
Σάββας Πραστίτης
«Οἱ πρῶτες ἔντυπες μουσικὲς ἐκδόσεις στὴν Κύπρο· μιὰ πρώτη προσέγγιση»
Σημείο αναφοράς στα χρόνια αμέσως μετά την μουσική μεταρρύθμιση των Τριών Δασκάλων αποτέλεσε η πρώτη απόπειρα για έντυπη έκδοση των μουσικών βιβλίων. Η αποδοχή των πρώτων εκδόσεων που πραγματοποιήθηκαν στον Βουκουρέστι απέδειξε ότι η ψαλτική τέχνη πλέον εισερχόταν σε μια νέα εποχή, με πρωταρχικό στόχο την διάδοση αλλά και τη διάσωσή της. Αυτό αποτελούσε και το κύριο επιχείρημα από όσους πρωτοστατούσαν στις προσπάθειες για έκδοση των μουσικών βιβλίων. Μέσα σε αυτή την εξελικτική πορεία στο χρόνο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις διάφορες φάσεις προόδου και εξέλιξης της μουσικής αλλά και της τυπογραφικής τέχνης που αφορούσε την ψαλτική. Από αυτή την διαδικασία δε θα μπορούσε να απουσιάζει η Κύπρος. Με σαφή και ξεκάθαρα στίγματα σε όλη την ιστορική διαδρομή της ψαλτικής τέχνης, με μεγάλους μελοποιούς κατά τη βυζαντινή αλλά και τη μεταβυζαντινή περίοδο, αναδείχθηκε ως περιφερειακό κέντρο στην μετά την Άλωση εποχή, με σημαντική παραγωγή μουσικών χειρογράφων, με πολύ έντονη παρουσία με Κύπριους συνδρομητές στα πρώτα έντυπα βιβλία βυζαντινής μουσικής. Συνεπακόλουθο ήταν, έστω και με καθυστέρηση κάποιων δεκαετιών, να υπάρξουν και οι πρώτες έντυπες μουσικές εκδόσεις και στην Κύπρο. Αυτές τις εκδόσεις, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τις συνοδεύουν, θεωρητικά, ιστορικά και προσωπογραφικά, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε με την παρουσίασή μας, θέλοντας να καταδείξουμε τη συμβολή της Κύπρου στο μεγάλο ψηφιδωτό των πρώτων έντυπων εκδόσεων των βιβλίων ψαλτικής τέχνης.
 
Δημοσθένης Φιστουρῆς
«Psaltic manuscripts and editions in Constantinople during 20th century: a functional necessity or/and a traditional creativity»
Psaltic manuscripts and editions in Constantinople during 20th century: a functional necessity or/and a traditional creativity Psaltic art, as an expression of the ecclesiastical music of the Eastern Orthodox Church, was developed uninterruptedly over a millennial musical system through its own evolving notation, composition forms, theory and the interpretation norms of its oral tradition as well. As the Nobel Prize Greek poet George Seferis mentions: “Art exists and lives through infinite twits, shifts and re-starts. And this does not mean that art progresses or recedes, but it does mean that art is kept alive where its pulse is heard.” The Byzantine Psaltic art continued pulsing for centuries in Constantinople, even after the fall of the city. Constantinople, as a crossroad of multifaceted cultures favored arts. However, after the First World War, the transition from the Ottoman Empire to the new Turkish regime had relentlessly consequences for the evolvement of Byzantine music. The censorship and the closing of the typesetting, the events of deportations in 1964 and the side effects of Cyprus events in 70's are some of the black marks in the history of the Greek-origin community in Constantinople during 20th century. Despite the political, social and economic adversities that plagued the Greek community, the pulse of post-Byzantine chanting was not only intense but also very productive. There are numerous manuscripts and complementary editions of Byzantine music by the chanters of Constantinople that documents the continuity of the written and oral tradition. Through the historical context of the 20th century in Constantinople, this paper aims to present the virtues but also the exaggerations of renowned ecclesiastical chanters and composers who, on the one hand, created their oeuvres and on the other, copied works and explained the oral tradition, fulfilling the needs for chanting music scores as well. Today, what remained alive from the toil of all these people?
Χειρόγραφα και εκδόσεις ψαλτικής στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 20ό αιώνα: μια λειτουργική ανάγκη ή/και μια παραδοσιακή δημιουργικότητα
Η ψαλτική τέχνη, ως έκφραση της εκκλησιαστικής μουσικής της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναπτύχθηκε αδιάκοπα σε ένα μουσικό σύστημα πάνω από μια χιλιετία με τη δική του εξελισσόμενη σημειογραφία, τις μορφές μελοποίησης, τη θεωρία καθώς και με τους ερμηνευτικoύς κανόνες της προφορικής της παράδοσης. Όπως αναφέρει ο Έλληνας Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης: «Η τέχνη υπάρχει και ζει με άπειρα γυρίσματα, μετατοπίσματα και ξαναρχίσματα. Και τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι η τέχνη προοδεύει ή υποχωρεί, αλλά σημαίνει ότι η τέχνη διατηρείται ζωντανή όπου ακούγεται ο παλμός της». Η Βυζαντινή ψαλτική τέχνη συνέχισε να πάλλεται για αιώνες στην Κωνσταντινούπολη, και μετά την Άλωση. Η Κωνσταντινούπολη, ως σταυροδρόμι πολιτισμών, ευνόησε τις τέχνες. Ωστόσο, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νέο Τουρκικό καθεστώς είχε αδυσώπητες συνέπειες στην εξέλιξη της Βυζαντινής μουσικής. Η λογοκρισία και το κλείσιμο της τυπογραφίας, τα γεγονότα των απελάσεων του 1964 και οι παρενέργειες των Κυπριακών γεγονότων κατά τη δεκαετία του '70 είναι μερικά από τα μελανά σημεία στην ιστορία της ρωμαίικης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης κατά τον 20ό αιώνα. Παρά τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιξοότητες που ταλαιπωρούσαν την ελληνική κοινότητα, ο παλμός της μετά-Βυζαντινής ψαλμωδίας δεν ήταν μόνο έντονος αλλά και πολύ παραγωγικός. Υπάρχουν πολλά χειρόγραφα και συμπληρωματικές εκδόσεις βυζαντινής μουσικής από τους ψάλτες της Κωνσταντινούπολης που τεκμηριώνουν τη συνέχεια της γραπτής και προφορικής παράδοσης. Μέσα από το ιστορικό πλαίσιο του 20ού αιώνα της Κωνσταντινούπολης, η παρούσα εργασία στοχεύει να παρουσιάσει τις αρετές αλλά και τις υπερβολές διακεκριμένων εκκλησιαστικών ψαλτών και μελοποιών οι οποίοι, αφενός, δημιούργησαν δικά τους νέα έργα και αφετέρου, αντέγραψαν παλαιά και εξήγησαν την προφορική παράδοση, προσπαθώντας να καλύψουν τις ανάγκες για ψαλτικά βιβλία. Σήμερα, τι απέμεινε από τον κόπο όλων αυτών των ανθρώπων;
 
Γιάννης Πλεμμένος
«Ἡ “πολύτροπος βίβλος” καὶ ὁ “ἑτερόγλωσσος τυπογράφος”: Νεότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ ἔκδοση τοῦ Μεγάλου Θεωρητικοῦ τοῦ Χρυσάνθου στὴν Τεργέστη (1832)»
Η παρούσα ανακοίνωση κομίζει νέα στοιχεία για δύο πολύ σημαντικές πτυχές της έκδοσης του Μεγάλου Θεωρητικού της Μουσικής του Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων (1832) που δεν έχουν τύχει της δέουσας προσοχής από τους μουσικολόγους και μουσικογράφους και οποίες δίνουν άλλη διάσταση στο εν λόγω εκδοτικό εγχείρημα. Πρόκειται αφενός για την ταυτότητα των δύο πρωταγωνιστών της έκδοσης, του επιμελητή Παναγιώτη Πελοπίδη του Πελοποννησίου και του τυπογράφου Michele Weis, και αφετέρου για την τεχνική και καλλιτεχνική επεξεργασία της ίδιας της έκδοσης στο τυπογραφείο της Τεργέστης. Ο επιμελητής Παναγιώτης Γ. Πελοπίδης μας ήταν έως σήμερα γνωστός μόνο ως μαθητής του Χρυσάνθου στη Μουσική Σχολή της Νέας Μεθόδου και δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πώς και γιατί βρέθηκε στην Τεργέστη. Η σχέση του επιμελητή με το μεγάλο λιμάνι της Αδριατικής παρέμενε έως σήμερα ένα μυστήριο και δυσχέραινε την κατανόηση του εγχειρήματος αλλά και την εξήγηση της καθυστέρησης της έκδοσης, από τη στιγμή της παραλαβής του χειρογράφου στα 1820 έως και την έκδοσή του. Όπως θα δούμε όμως, ο Παναγιώτης Πελοπίδης δραστηριοποιήθηκε καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820 στην Τεργέστη, ως πρωτοψάλτης της ελληνικής εκκλησίας, διδάσκαλος του ελληνικού σχολείου και συνθέτης εξωτερικής μουσικής. Από την άλλη, ο Michele Weis διηύθυνε το επίσημο τυπογραφείο των μουσικών εκδόσεων για την Όπερα της Τεργέστης – χρησιμοποίησε μάλιστα αρκετά στοιχεία από τα λιμπρέτα που εξέδιδε (γκραβούρες, διακοσμητικά κλπ.) στη διατριβή του Χρυσάνθου. Η εργασία βασίζεται σε αρχειακό υλικό από την Τεργέστη καθώς και σε ενδελεχή έρευνα στις εκδόσεις του τυπογραφείου του Michele Weis.
The “multimodal book” and the “heteroglossic printer”: New evidence for the preparation and publication of Chrysanthos’ Great Theory of Music in Trieste (1832)
The present work offers new evidence for two very important aspects of the publication of the Great Theory of Music by Chrysanthos of Madyta (1832) which have not received proper attention from musicologists but give another dimension to this project: on the one hand, the identity of the editor, Panagiotis Pelopidis of the Peloponnese, and the typographer Michele Weis, and on the other hand, the technical and artistic processing of the publication itself in the printing press of Trieste. The editor, Panagiotis Pelopidis was hitherto known only as a student of Chrysanthos at the Music School of the New Method, and we were unable to explain how and why he went to Trieste. The relationship of the editor with the great port of the Adriatic has remained until today a mystery and made difficult to understand and explain the delay of the publication, from the moment of the manuscript’s acquisition in 1820 until its publication in 1832. As we shall see, however, Panagiotis Pelopidis was active throughout the 1820s in Trieste, as the first chanter of the Greek church of St Nicholas, as a teacher at the Greek School, and as a composer of secular music. On the other hand, Michele Weis owned an important printing press that published opera libretti for the Grand Opera of Trieste. He even used some artistic material of the libretti (such as various images and decorations) in Chrysanthos’ treatise. The work is based on archival material from Trieste as well as on thorough research in the publications of Michele Weis printing press.
 
π. Θεόδωρος Τσαμπατζίδης
«Μουσικὴ Ἀναγλυπτογραφία καὶ Ψαλτικὴ Τέχνη: τάσεις, καινοτόμες δράσεις καὶ προοπτικές»
Στό πλαίσιο τοῦ Η΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου καί μέ τήν εὐκαιρία τῆς κεντρικῆς θεματολογίας πού ἀφορᾶ στή μουσική τυπογραφία τῆς ψαλτικῆς τέχνης, παρουσιάζεται ἀναλυτικά ἡ ἱστορική διαδρομή τοῦ μουσικοῦ ψαλτικοῦ κώδικα Braille. Γίνεται ἀναφορά στίς συνθῆκες, γεγονότα καί πρόσωπα πού συνδέονται μέ τήν εἰσαγωγή τῆς μουσικῆς ἀναγλυπτογραφίας στόν ἑλληνικό χῶρο καί στή διδακτική μεθοδολογία ψαλτικῆς μουσικῆς στούς πρώτους μαθητές τοῦ Οἴκου Τυφλῶν στήν Ἀθήνα, στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα. Παρουσιάζονται ἐρευνητικά δεδομένα πού ἀφοροῦν στίς προσπάθειες μεταφορᾶς ψαλτικοῦ κειμένου στό ἁπτικό σύστημα Braille, μέσα ἀπό ἔρευνα τῶν ἀρχείων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί γίνεται σύντομη ἀναφορά στίς μεθόδους μεταφορᾶς ψαλτικοῦ κειμένου στό σύστημα Braille μέ ἁπτική ἐπισήμανση εἰδικῶν ἑξάστιγμων κωδικῶν, σύμφωνα μέ τίς μεθόδους Δημητρίου Παρασκευαΐδη καί Δοσιθέου μοναχοῦ. Στή συνέχεια, γίνεται ἀναφορά σέ καινοτόμες ἐκπαιδευτικές δράσεις πού ἀφοροῦν στή συμπερίληψη μαθητῶν μέ προβλήματα ὅρασης στό ἐκπαιδευτικό περιβάλλον, μέ κεντρικό ἄξονα τή διδακτική τῆς ψαλτικῆς στά Μουσικά Σχολεῖα. Τέλος, ἀνακοινώνονται οἱ προοπτικές πού ἀνοίγονται μέ τή χρήση καί ἐφαρμογή ψηφιακῶν τεχνολογιῶν αὐτόματης μετατροπῆς ψαλτικοῦ μουσικοῦ κειμένου σέ προσβάσιμη μορφή, ἡ καινοτομική ἐφαρμογή ἠλεκτρονικοῦ ψαλτικοῦ κώδικα Braille καί ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς τῆς παλαιογραφίας τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς σέ μορφή ἁπτικοῦ κειμένου.
Music Anaglyptography and Chanting Art: trends, innovative actions and perspectives
In the context of the VIII Congress on the musical typography of the Psaltic Art, the historical background of chanting using Braille is presented. We refer to situations, events and people involved in the introduction of musical Braille writing in Greece and to the teaching methods used in chanting for students of the School for the Blind in Athens at the beginning of the twentieth century. We present research data about the attempts to transfer chanting music to the Braille system from the archives of the Holy Synod of the Church of Greece and there is a brief reference to the methods of transferring chanting texts to the Braille system using the special six dot code used by Demetrios Paraskevaidis and the monk Dositheos.There is a reference to innovative educational activities to help students with impaired vision at school with a central goal of chanting teaching at Music Schools. Finally, the prospects of the use and application of digital technology and the automatic transference of Byzantine music notation to an accessible format, the innovative use of the Braille code in an innovative electronic form, and also the attempt to transfer the Paleography Byzantine music notation into Braille are announced.
 
π. Romanos Joubran
«Ἡ τυπογραφία τῶν βυζαντινῶν μουσικῶν βιβλίων στὴν ἀραβικὴ γλῶσσα»
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Μέσης Ανατολής, τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας είναι Άραβες με την έννοια ότι μιλούν Αραβικά ως μητρική τους γλώσσα, ενώ οι Έλληνες ήταν λίγοι. Όσον αφορά στο μουσικό ύφος που χρησιμοποιείται στη λειτουργία, οι Ορθόδοξοι Άραβες κράτησαν τη χρήση της Βυζαντινής Μουσικής στη θεωρία και στην πράξη. Από τον 11ο αιώνα, βρίσκονται μεταφράσεις των λειτουργικών κειμένων στα Αραβικά, αλλά η ψαλμωδία στα Ελληνικά κυριαρχούσε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, επειδή δεν υπήρχαν αραβικές συνθέσεις, και οι περισσότεροι Ορθόδοξοι Αραβόφωνοι έψελναν στα Αραβικά είτε απέξω, χρησιμοποιούντες τα Ελληνικά μουσικά χειρόγραφα, και μετά τα Ελληνικά μουσικά βιβλία, είτε βάλλοντες τις Αραβικές λέξεις κάτω από τις Ελληνικές λέξεις. Κατά συνέπεια, η Αραβική ψαλμωδία ήταν ως επί το πλείστον «κυριολεκτική» μετάφραση του αρχικού Ελληνικού. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, έγιναν πολλές προσπάθειες για μελοποιήσεις στην Αραβική γλώσσα, αλλά ήταν συνήθως για το Αριστερό Αναλόγιο (Andraos Mouaykel). Οι πρώτες σημαντικές ήταν του Δημητρίου Μουρ που έγραψε ολόκληρες συνθέσεις του ενιαυτού στα Αραβικά (Αναστασιματάριον, Ύμνοι της Θείας Λειτουργίας και της Μεγάλης Εβδομάδος …). Ήταν και ο πρώτος ο οποίος εκδίδει το πρώτο έντυπο βιβλίο στα Αραβικά με την Βυζαντινή Παρασημαντική το 1955. Από μια άλλη πλευρά, μετά το 1724, έφυγαν πολλοί μοναχοί από τις Μονές μας και προσκολλήθηκαν στην Λατινική Εκκλησία (οι οποίοι έγιναν Ουνίτες), παίρνοντας μαζί τους τα πιο σημαντικά χειρόγραφα, και μεταξύ αυτών τα Μουσικά χειρόγραφα. Αυτοί απασχολήθηκαν πολύ με την Βυζαντινή Μουσική, επειδή κράτησαν την Βυζαντινή Εκκλησιαστική παράδοση, εκτός από το Ορθόδοξο δόγμα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισαν να εκδίδουν βιβλία σε Βυζαντινή παρασημαντική, στα ελληνικά και στα αραβικά. Το πρώτο βιβλίο που εκτύπωσαν στα Αραβικά ήταν η ακολουθία των Χριστουγέννων το 1929 (οι πατέρες Κύριλλος Χαντάντ και Ευθύμιος Σάβα) στη Μονή του Σωτήρος, αλλά ήταν με μεμβράνη πολυγράφου (stencil). Το 1936 εκτύπωσε ο π. Κύριλλος την Ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου στα Ελληνικά και στα Αραβικά σε Βυζαντινή παρασημαντική.
The members of the Orthodox Church in the Middle East are Arabs in their majority in the sense that they speak Arabic as their mother tongue, while the Greeks were few. As for the musical style used in the liturgy, the Orthodox Arabs kept using Byzantine Music in theory and in practice. Since the 11th century, there have been translations of liturgical texts into Arabic, but chanting in Greek prevailed until the early 20th century, as there were no Arabic compositions per se, and most Orthodox Arabic speakers used to chant in Arabic either by heart, using Greek musical manuscripts first, and after that the Greek music books, or putting the Arabic words under the Greek words of the compositions. Consequently, Arabic chanting was in its most a "literal" translation of the original Greek. From the beginning of the 20th century, many attempts were made to compose in Arabic, but it was usually for the Left Analogue (Andraos Mouaykel). The first important ones were by Demetrios Murr who wrote entire compositions of the hole year services in Arabic (Resurrection, Hymns of the Divine Liturgy and Holy Week…). He was also the first to publish the first printed book in Arabic with Byzantine neumes in 1955. On the other hand, after the schism of the 18th century, many orthodox monks left our Monasteries and joined the Latin Church, whom we call Uniates, taking with them the most important manuscripts, including the Music ones. They were very interested in Byzantine Music, because they kept the Byzantine Ecclesiastical tradition, except the Orthodox doctrine. From the beginning of the 20th century, they began publishing books in Byzantine neumes, in Greek and Arabic. The first book printed in Arabic was the Christmas Service in 1929 (Fathers Cyril Haddad and Ephthymios Sava) at the Monastery of the Savior (South of Lebanon), but with stencil printing. In 1936, Fr. Cyril printed the Service of Holy Saturday in Greek and Arabic in Byzantine neumes.
 
Κωνσταντῖνος Βαγενᾶς
«Χρηστομάθεια Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἱερὰ Ὑμνωδία: ἡ ἐκδοτικὴ ἰδιοτυπία τοῦ Ι. Θ. Σακελλαρίδη καὶ τὸ ἔργο ἐν προόδῳ»
Η παρούσα εισήγηση ασχολείται με δύο όψεις τού Ι. Θ. Σακελλαρίδη (1853-1938) οι οποίες παρουσιάζονται ως απολύτως αλληλένδετες: του εκδότη και του συνθέτη. Χρησιμοποιούμε παραδειγματικά το βασικό ψαλτικό εγχειρίδιο του Σακελλαρίδη, το οποίο γνώρισε 6 επανεκδόσεις σε διάστημα 44 ετών, αρχικά ως Χρηστομάθεια Εκκλησιαστικής Μουσικής και εν συνεχείᾳ ως Ιερά Υμνωδία, επιχειρώντας να ιχνηλατήσουμε την εξέλιξη του συνθέτη μέσα στις δεκαετίες και την μετατόπισή του από τη νόρμα του παραδοσιακού μέλους στην δημιουργία και παγίωση ενός αυστηρά προσωπικού συνθετικού και εκτελεστικού ύφους. Όλα τα παραπάνω μπορούν να κατατάξουν το έργο τού Σακελλαρίδη στην κατηγορία του "έργου εν προόδῳ", του έργου δηλαδή στο οποίο ο δημιουργός διαρκώς επανέρχεται, εργάζεται πάνω σε αυτό και το οποίο βρίσκεται σε μία κατάσταση αδιάλειπτης εξέλιξης. Θεωρούμε ότι ο Σακελλαρίδης αποτελεί μοναδική τέτοια περίπτωση στο χώρο της ελληνόφωνης εκκλησιαστικής μουσικής, τουλάχιστον από την Μεταρρύθμιση των Τριών Διδασκάλων μέχρι σήμερα.
 
Κωνσταντῖνος Λανάρας
«Τὰ ἔντυπα μουσικὰ βιβλία στὴ διδασκαλία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης»
Η παρασημαντική στην Ψαλτική, όπως και η γραφή σε κάθε γραπτή γλώσσα, είναι ένα εργαλείο, που βοηθά την αποτύπωση μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας σε ένα τόπο, χώρο και χρόνο πολλές φορές, η οποία διαφοροποιείται από τα προηγούμενα ή δίνει μια άλλη διάσταση στα ήδη υπάρχοντα. Η εκπαιδευτική διδικασία μέσα στην οποία περατώνεται η διδασκαλία της Ψαλτικής έχει ως αναπόσπαστο μέρος της το έντυπο μουσικό βιβλίο, ως στοιχείο αναφοράς της πορείας αυτής της διαδικασίας. Η μουσική και ιδιαίτερα η Ψαλτική έχει έρθει αντιμέτωπη με τον κάθε είδους εκσυγχρονισμό, με συνέπεια από τη μία να ευνοείται η ομογενοποίηση του ύφους της μουσικής, από την άλλη να ενισχύεται η ποικιλομορφία και να ενθαρρύνονται νέοι τρόποι προσέγγισης παλαιοτέρων κειμένων, θέτοντας τις βάσεις για αναγέννηση, μιας και η έντυπη τυπογραφία μας κάνει κοινωνούς με τις εκδοχές των κειμένων της νέας γραφής άμεσα. Η κατοχή της γραπτής και της ακουστικής εκδοχής της παρασημαντικής και η γνώση της διαχρονικής εξέλιξης της γραφής, θα αποτελέσει ασφαλή δρόμο για την ανύψωση της διδασκαλίας, μέσω της τυπογραφίας, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί επάξια στις προκλήσεις του πολιτισμικού, εκπαιδευτικού και μουσικού γίγνεσθαι η Ψαλτική τέχνη.
Printed books in the teaching of Chanting Art
Parasimantiki in Chanting, as writing in any written language, is a tool that helps the depiction of a certain reality in a place, a space-time very often, which is divided by the previous ones, or gives the already existing a different dimension. The educational procedure in which the teaching of Chanting is completed has as an integral part the printed music book as a reference of the operation of this procedure. Music and especially Chanting has faced many kinds of modernization and as a consequence, on the one hand we have the promotion of the homogenization of the poise of music, on the other hand we see the boosting of variation and the encouragement of new ways of approaching older texts, founding, thus, a rebirth , since hard-copy typography makes us directly partakers in the versions of the texts with the new writing. The possession of both the written and the acoustic version of parasimantiki and the knowledge of the perpetual development of writing constitutes a secure way for the advancement of teaching through typography, so as Chanting will be able to rise to the challenge of cultural, educational and music being.
 
Σταῦρος Σαραντίδης
«Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τοῦ διδασκόμενου ρεπερτορίου Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μέσῳ τῆς ἔνταξης “νεωτερικῶν” μελῶν τοῦ 19ου καὶ 20οῦ αἰώνα. Σκέψεις καὶ προβληματισμοὶ ἀναφορικὰ μὲ τὴν διαχείριση τοῦ νεότερου καὶ σύγχρονου ὑλικοῦ»
Το διδασκόμενο ρεπερτόριο της Εκκλησιαστικής μουσικής καθορίστηκε αυστηρά από το Βασιλικό διάταγμα του 1957, το οποίο αποτέλεσε αναμφίβολα σταθμό για τη σπουδή της εν λόγω μουσικής. Ωστόσο, η διδασκόμενη ύλη περιορίστηκε σε ένα στενό συνθετικό-λειτουργικό περιβάλλον, αυτό του Πατριαρχικού ναού, κυρίως από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι ο παραγκωνισμός ενός μεγάλου όγκου μουσικού ρεπερτορίου το οποίο προέκυψε από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, παράλληλα με τη συνθετική έξαρση και την άνθηση της μουσικής τυπογραφίας από συνθέτες οι οποίοι έδρασαν περιφερειακά και αποτύπωσαν στα έργα τους την εκσυγχρονιστική τάση και εξέλιξη της Εκκλησιαστικής μουσικής. Η πλούσια αυτή συνθετική τάση εγκόλπωσε, σε έντυπη πλέον μορφή, τα πλούσια τεχνικά χαρακτηριστικά, απόρροια της καθιέρωσης της Νέας Μεθόδου και την προφορική διάσταση του μέλους αναδεικνύοντας τα κατά τόπους μουσικά ιδιώματα που αναπτύχθηκαν τόσο στο χώρο της Κωνσταντινούπολης όσο και στην ευρύτερη Οθωμανική αλλά και Ελληνική επικράτεια. Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε έναν ευρύτερο προβληματισμό αναφορικά με τον επαναπροσδιορισμό του ρεπερτοριακού corpus σε διδακτικό και πρακτικό επίπεδο. Η μελέτη ενδιάμεσων σταθμών μεταξύ του κλασικού ρεπερτορίου και του εν χρήσει-δημοφιλούς, θα αναδείξει την διαδοχική εξέλιξη της Εκκλησιαστικής μουσικής και θα επιχειρήσει να γεφυρώσει το χάσμα που έχει πιθανώς δημιουργηθεί, μέσα στην αδιάκοπη συνθετική δραστηριότητα μέχρι τις μέρες μας.
 
Γεώργιος Κωνσταντίνου
«Ἡ διαιώνιση τῶν ἀδυναμιῶν τῆς μουσικῆς τυπογραφίας καὶ οἱ ἐπιπτώσεις τους στὴν Ψαλτική»
Είναι προφανή τα οφέλη στην Ψαλτική με την εφαρμογή της Νέας Μεθόδου (1814/15) και την επινόηση της μουσικής τυπογραφίας με άμεσο αποτέλεσμα τις εκδόσεις βιβλίων με βυζαντινή παρασήμανση οι οποίες αντικατέστησαν μεν τα χειρόγραφα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, έκαναν όμως πιο προσιτή την απόκτηση των μουσικών κειμένων των συνθέσεων από τους ενδιαφερομένους. Ορισμένες όμως τυπογραφικές δυσκολίες-αδυναμίες, οι οποίες αν και ξεπεράστηκαν στην αρχή εξαιτίας της ύπαρξης τόσο των χειρογράφων όσο και της γνώσης της παρασήμανσής τους, διαιωνίζονται εν πολλοίς μέχρι και σήμερα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αλλαγή «αποτύπωσης» κάποιων σημαδιών, αλλαγή του ονόματός τους εξαιτίας της τυπογραφικής διαστρέβλωσής τους αλλά και αλλαγή της λειτουργίας τους στην πράξη. Έτσι, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από την προφορικότητα στο μουσικό κείμενο, δημιουργήθηκε μια «προσωπική» παρασήμανση η οποία αντικατέστησε, σε μεγάλο ποσοστό, την προφορική παράδοση έχοντας πολλές εκδοχές προσέγγισής της και απόδοσης, πολλές φορές αντικρουόμενες.
 
π. Ἰωσὴφ Κουτσούρης
«Οἱ ἀρετές, τὰ πάθη καὶ ἡ θεραπεία τῆς μουσικῆς τυπογραφίας. Σχόλια στὴν μετάβαση ἀπὸ τὴ νεωτερικότητα στὴ μετανεωτερικότητα τοῦ μουσικοῦ τυπογραφικοῦ γεγονότος»
Η στιγμή της επέκτασης του τυπογραφικού γεγονότος στον χώρο της εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης τοποθετείται εντός του νεωτερικού, γεωγραφικού, πολιτισμικού και φιλοσοφικού άξονα. Η πραγματικότητα αυτή δεν χρωματίζεται από απαραίτητα αρνητικές διατυπώσεις, αλλά μετέχει αρκετά συνεπώς, αν και όχι μάλλον ολοκληρωτικά, σε όλες τις συναφείς συνθήκες μιας νεωτερικής ιδιομορφίας, όπως αυτή μάλιστα σκιαγραφήθηκε στον χώρο της βαλκανικής χερσονήσου. Το σημαντικό είναι να μπορέσουμε να διερευνήσουμε αυτή την σύζευξη του μοναδικού γεγονότος της μουσικής τυπογραφίας με τις νεωτερικές της προϋποθέσεις, καθώς και να επισημάνουμε τις αρετές της, αλλά και τις υφέρπουσες ασθένειες, τις οποίες μπορεί να κυοφόρησε. Τούτη η διαδικασία δεν καθίσταται απαραίτητη απλά για λόγους φιλοσοφικής ή καλλιτεχνικής αδείας, αλλά για λόγους υπαρξιακής μουσικής αυτοτέλειας στο σημερινό μετανεωτερικό γίγνεσθαι. Η μετάβαση στη σύγχρονη μετανεωτερική κοινωνία και τα ζητήματα που αυτή εγείρει στον υπαρξιακό πυρήνα του ανθρώπου φέρουν αναγκαστικά τεράστιες προκλήσεις στην πορεία της εκκλησιαστικής μουσικής και στη διαχείριση που αυτή οφείλει να κάνει απέναντι τους. Οι αρετές και οι ασθένειες των νεωτερικών προϋποθέσεων της εκκλησιαστικής μουσικής τυπογραφίας συγκρούονται και διερωτώνται για τις μετανεωτερικές κλήσεις και κατευθύνσεις που λαμβάνουν. Η εκκλησιαστική μουσική μας παράδοση οφείλει να αναζητήσει απαντήσεις και να δώσει διεξόδους στα προβλήματα που ανακύπτουν στη βάση ενός ανανεωμένου μουσικού διαλόγου σε έναν μετανεωτερικό κόσμο. Στην προσπάθεια αυτή η ανάδειξη των αρετών της τυπογραφίας, αλλά και η επισήμανση και απεξάρτηση από πάθη του μουσικού τυπογραφικού παρελθόντος θα πρέπει να αποτελεί πράξη ευθύνης και προόδου της εκκλησιαστικής μας τέχνης. Η παρούσα εισήγηση αποσκοπεί στο να θέσει με ένταση το ζήτημα της θεραπευτικής και νηπτικής διαχείρισης της εκκλησιαστικής μουσικής πραγματικότητας μέσα από το κομβικό ζήτημα της μουσικής τυπογραφικής πράξης. Εξάλλου, οι μετανεωτερικές κατευθύνσεις που λαμβάνει η μουσική τυπογραφία πλέον καθιστούν αδήριτη την ευρεία και ειλικρινή συζήτηση επί του θέματος.
 
Ἰωάννης Ἀρβανίτης
«Τρία σπαράγματα πρώιμης Παπαδικῆς στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος»
Μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν πενήντα χρόνων τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς προσφορᾶς τοῦ πρώτου συνεργάτου του καθ. Γρ. Θ. Στάθη θὰ παρουσιαστοῦν τρία σπαράγματα Παπαδικῆς ποὺ περιλαμβάνονται μέσα σὲ χειρόγραφα τῆς ΕΒΕ, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀναφερθεῖ ἢ περιγραφεῖ στοὺς ὑπάρχοντες καταλόγους ἤ ἀναφέρονται χωρὶς νὰ ἐξαίρεται ἡ παλαιότητα καὶ ἰδιαιτερότητά τους. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν ἔχουν ἐπίσης χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἀξιοποιηθεῖ μέχρι σήμερα ἀπὸ τὴν ἔρευνα. Θὰ παρουσιαστεῖ τὸ περιεχόμενο τῶν σπαραγμάτων καὶ θὰ γίνει σύγκριση μὲ ἄλλα πρώιμα σπαράγματα (π.χ. τὰ τοῦ χφ Σινᾶ 1256), καθὼς καὶ μὲ τὸ χφ ΕΒΕ 2458, τὴν παλαιότερη χρονολογημένη Παπαδική, ἡ ὁποία περιγράφηκε λεπτομερῶς ἀπὸ τὸν καθ. Γρ. Στάθη καὶ ἀπετέλεσε τὴν βάση γιὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ μουσικολογικὴ μελέτη τοῦ παπαδικοῦ καὶ καλοφωνικοῦ μέλους ποὺ παρουσίασε σὲ διάφορες ἐργασίες του. Στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση θὰ ἐπιχειρηθεῖ μιὰ πρώτη ἐκτίμηση τῶν στοιχείων ποὺ προσφέρουν τὰ ἐν λόγῳ σπαράγματα, γιὰ νὰ διατυπωθοῦν κάποια συμπεράσματα ποὺ θὰ δίνουν νέα στοιχεῖα καὶ θὰ ἐπεκτείνουν τὴν μέχρι τώρα γνώση γιὰ τὴν ἱστορία καὶ διαμόρφωση τοῦ παπαδικοῦ καὶ καλοφωνικοῦ μέλους.
 
π. Σπυρίδων Κωνσταντῆς
«Καταγραφὴ μουσικῶν, λειτουργικῶν καὶ τελετουργικῶν σημείων τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας σύμφωνα μὲ τὰ παλαίτυπα μουσικὰ βιβλία»
Η εκτύπωση των πρώτων μουσικών βιβλίων αποτελεί τη βάση για την ερευνητική καταγραφή και σύνοψη των έντυπων μουσικών κειμένων των ακολουθιών. Τα παλαιά βιβλία βυζαντινής μουσικής σημειογραφίας παρέχουν ικανό υλικό για την εκδοτική εξέλιξη των μουσικών κειμένων των ακολουθιών. Τα μουσικά κείμενα συνιστούν ιστορικά σημεία της έντυπης σημειογραφίας. Η χρονική διαμόρφωση της δομής των ακολουθιών δύναται να θεωρηθεί με συγκριτικό τρόπο σε μεμονωμένα μουσικά κείμενα ή στην ενιαία δομή των ακολουθιών. Από τη νεκρώσιμο ακολουθία, η οποία περιέχει στο σύνολό της ποιητικά και φιλολογικά στοιχεία, αναφέρονται στα μουσικά έντυπα τροπάρια αλλά και σημειώσεις λειτουργικών πράξεων. Η μορφή της εν χρήσει ακολουθίας παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τα δομικά σημεία σύμφωνα με τα παλαίτυπα μουσικά βιβλία. Οι ιστορικές καταγραφές της νεκρώσιμης ακολουθίας σε παλαίτυπα όπως το Ειρμολόγιον Πέτρου του Πελοποννησίου 1825, η Σύνοψις Καλοφωνικών ειρμών Ιωάννου Λαμπαδαρίου 1842 και οι επίτομες εκδόσεις όπως, Ακολουθία Νεκρώσιμος παρά Αλεξάνδρου Κωνσταντίνου του Πελοποννησίου 1853, Ακολουθία Νεκρώσιμος υπό του Α.Τσικνόπουλου 1890, Νέα Νεκρώσιμος Ακολουθία εκ του τυπογραφείου Σπυρίδωνος Κουσουλίνου 1911 κ.α. καθιστούν πηγαίο υλικό για την μουσική καταγραφή των κειμένων της νεκρώσιμης ακολουθίας. Με την χρονική παράθεση των μελοποιημένων ύμνων και των σημειώσεων αποδίδεται εξηγητικά η εξελικτική μορφοποίηση της ακολουθίας σε σχέση με την τάξη της ακολουθίας στη σημερινή εποχή. Το νεκρώσιμο τρισάγιο, η προσθήκη «Αἰωνία ἡ µνήµη» σε ήχο πλ. Δ΄ εκ του Γα, σημειώσεις για την τελετουργική πράξη, μελοποιήσεις ύμνων σε διαφορετικούς ήχους κ.α. αποτελούν σημεία για τη σταδιακή μορφοποίηση της νεκρώσιμης ακολουθίας.
 
Βασίλειος Σαλτερῆς
«Ἡ “Ἑρμηνεία” Γερασίμου Βλάχου τοῦ Κρητὸς στὶς ἔντυπες μουσικὲς ἐκδόσεις καὶ τὸ ζήτημα τῆς παράδοσης τοῦ κειμένου αὐτῆς»
Τὸ μουσικὸ εἶδος τῶν κρατημάτων συνιστᾷ ἕνα ἰδιότυπο κλάδο τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς μελοποιίας. Σχετικὰ μὲ τὴ σημασία καὶ τὴ θέση τῶν συνθέσεων αὐτῶν στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία ἀναπτύχθηκε θεωρητικὸς προβληματισμὸς καὶ διατυπώθηκαν κατὰ καιροὺς διάφορες ἐνδιαφέρουσες θεωρίες. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται ὡς «Ἑρμηνεία» καὶ ἔχει δημοσιευθῆ στὸν Δ΄ Τόμο τῆς Μουσικῆς Πανδέκτης μετὰ τὸ πέρας τῆς μουσικῆς ὕλης τοῦ βιβλίου. Ἡ ἐπιλογὴ τῆς συμπεριλήψεως τῆς «Ἑρμηνείας» σὲ μία ἀπὸ τὶς πλέον ἐμβληματικὲς ἔντυπες μουσικὲς ἐκδόσεις σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου αὐτὸ καθ’ ἑαυτό παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα θεωρεῖται ἐπίσης ἡ ἀπόδοση τῆς «Ἑρμηνείας» στὴν γραφίδα τοῦ Γερασίμου Βλάχου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πλέον διαπρεπεῖς Κρῆτες λογίους τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος, καθὼς καὶ ἡ ῥητὴ ἀναφορὰ στὴ συμβολὴ τοῦ Δημητρίου Νταμία, ἐπιφανοῦς Πρωτοψάλτη τοῦ Χάνδακα κατὰ τὴν ἴδια ἐποχή. Ὡστόσο, στὶς χειρόγραφες πηγὲς διασῴζονται ἐκτὸς τῆς «Ἑρμηνείας» καὶ ἄλλες συγγραφὲς παρεμφεροῦς περιεχομένου, ἀποδιδόμενες ἄλλοτε στὸν Γεράσιμο Βλάχο καὶ ἄλλοτε στὸν Νικόλαο Μαλαξὸ ἢ στὸν Ἐμμανουὴλ Δέκαρχο, οἱ ὁποῖες πάντως ἀπηχοῦν τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἀνήκουν ἀναμφίβολα στὸ ἴδιο πολιτισμικὸ κλῖμα. Στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση ἀφ’ ἑνὸς μὲν σχολιάζεται τὸ περιεχόμενο τῆς δημοσιευμένης στὴν Πανδέκτη «Ἑρμηνείας», ἀφ’ ἑτέρου δὲ διερευνᾶται ἡ χειρόγραφη παράδοση τῆς ἐν λόγῳ συγγραφῆς, προκειμένου νὰ ἐξαχθοῦν συγκεκριμένα συμπεράσματα ἀναφορικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς πατρότητας τόσο τῆς ἴδιας, ὅσο καὶ τῶν ὁμοειδῶν πραγματειῶν.
A writing by Gerasimos Vlachos called “Ἑρμηνεία” and the issue of the tradition of its text.
The compositional kind of “Cratema” constitutes a sui generis branch of Byzantine and post-Byzantine chant. The significance and the place of these compositions in the ecclesiastical worship has been largely discussed and various theories have been proposed from time to time. The text that is entitled “Ἑρμηνεία” and has been published in volume IV of “Μουσικὴ Πανδέκτη” after the end of the musical score belongs to the specific framework. The choice of including “Ἑρμηνεία” in one of the most significant printed music books and the content of its text per se are quite interesting, and so is the case with the ascription of the treatise to Gerasimos Vlachos, one of the most prominent Cretan scholars of the 17th century, and with its reference to Demetrios Damias, the famous Protopsaltes of Candia. Nevertherless, similar texts are also found in the manuscript sources ascribed not only to Gerasimos Vlachos, but also to Nicolaos Malaxos or to Emmanuel Decachos, which belong beyond any doubt to the same spiritual and cultural context. In the present paper the content of “Ἑρμηνεία” is commented on and its manuscript tradition is examined in order to draw specific conclusions concerning the issue of the ownership of the text, as well as that of other similar treatises.
 
Θωμᾶς Ἀποστολόπουλος
«Ἡ ἀποτύπωση τῆς φόρμας στὸ ψαλτικὸ βιβλίο»
Ο ψάλτης ή ο μελετητής που θα ανοίξει ένα μουσικό βιβλίο της Ψαλτικής αναγνωρίζει σχεδόν πάντοτε αυτόματα το είδος της μελοποιίας που θα βρει καταγεγραμμένο, αν πρόκειται δηλαδή για Στιχηρό, για Ειρμό, για Μάθημα, για Κράτημα κ.λπ. Όσο όμως προχωρεί η μορφολογική ανάλυση στην εσωτερική δομή των μελών, τόσο γίνεται αντιληπτή η ανάγκη να φανεί και με έναν οπτικό κώδικα αυτή η δομή. Το πρόβλημα εντοπίζεται ιδίως στα εκτενή μέλη, όπως τα έργα της Καλοφωνίας, αλλά διαπιστώνεται ακόμα και στα απλά χωρίς σημειογραφία υμνογραφικά κείμενα των λειτουργικών βιβλίων (Μηναία, Οκτώηχος κ.λπ.), όπου, ενώ έχουν την μουσική ένδειξη φόρμας και Ήχου, σπάνια αποκαλύπτεται η ποιητική και στροφική δομή τους. Στην παρούσα εισήγηση καταγράφεται αυτή η διαπίστωση και διατυπώνονται μερικές τεχνικές προτάσεις για εφεξής εφαρμογή στην έκδοση των ψαλτικών βιβλίων.
Stating the Form in the psaltic book
The cantor or the researcher who opens a book on Psaltiki typically recognizes immediately the genre of the pieces they encounter, i.e. Stichiro, Eirmos, Mathima, Kratima, etc. The deeper the morphological analysis goes into the internal structure of the meli, the more evident it becomes that the particular structure requires some visual signifier. This need becoes more imperative with respect to the lengthier meli, such as the Kalofonic works; nevertheless, it is noticeable even in simple, notationless hymnographic works of the Liturgical books (Minaia, Octoechos, etc.), where, despite the presence of a musical indication of the form and the Echos, the poetic and verse structure is rarely explicitly stated. In this presentation I discuss the above observations as well as certain technical suggestions for the future publications of psaltic books.

 

Image

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

  • Διεύθυνση: Ἀκαδημίας 95, Αθήνα Τ.Κ. 10677
  • Τηλέφωνα: 210-3843545 & 6942576845
  • Φαξ: 210-3843545
  • E-mail: info@ibyzmusic.gr